- δηλωτικός
- -ή, -όο ενδεικτικός κάποιου πράγματος, αυτός που φανερώνει κάτι: Οι πράξεις του είναι δηλωτικές των σκέψεών του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δηλωτικός — indicative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικός — ή, ό (AM δηλωτικός, ή, όν) [δηλώ] Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε δήλωση, όποιος χρησιμεύει για δήλωση 2. αυτός που γνωστοποιεί, ο ενδεικτικός, ο προειδοποιητικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. δηλωτικό (ενν. έγγραφο) το έγγραφο στο οποίο… … Dictionary of Greek
δηλωτικά — δηλωτικός indicative neut nom/voc/acc pl δηλωτικά̱ , δηλωτικός indicative fem nom/voc/acc dual δηλωτικά̱ , δηλωτικός indicative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικώτερον — δηλωτικός indicative adverbial comp δηλωτικός indicative masc acc comp sg δηλωτικός indicative neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικῶν — δηλωτικός indicative fem gen pl δηλωτικός indicative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικόν — δηλωτικός indicative masc acc sg δηλωτικός indicative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικαί — δηλωτικός indicative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικοῖς — δηλωτικός indicative masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικοί — δηλωτικός indicative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωτικοῦ — δηλωτικός indicative masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)